- εὐτονία
- εὐτονίᾱ , εὐτονίαtensionfem nom/voc/acc dualεὐτονίᾱ , εὐτονίαtensionfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐτονίᾳ — εὐτονίᾱͅ , εὐτονία tension fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευτονία — η (ΑΜ εὐτονία) [εύτονος] σφρίγος, ζωηρότητα, δυναμικότητα, ισχύς, ρώμη νεοελλ. ιατρ. η υγιής και άρτια κατάσταση τών μυών τού σώματος, η σωματική ευεξία μσν. η διάθεση για εργασία και δράση αρχ. 1. (ως ειδικός όρος στη φιλοσ. τών Στωϊκών) ο… … Dictionary of Greek
εὐτονίας — εὐτονίᾱς , εὐτονία tension fem acc pl εὐτονίᾱς , εὐτονία tension fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτονίαι — εὐτονίᾱͅ , εὐτονία tension fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτονίαν — εὐτονίᾱν , εὐτονία tension fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτονίαις — εὐτονία tension fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτονίη — εὐτονία tension fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτονίῃ — εὐτονία tension fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύτονος — η, ο (ΑΜ εύτονος) 1. καλά τεντωμένος, νευρώδης, ζωηρός, εύρωστος, ακμαίος 2. (για το ανθρώπινο σώμα και τα μέλη του) ισχυρός, υγιής, αρτιμελής 3. (για πράξεις και ενέργειες) αυτός που γίνεται με ζήλο, με δραστηριότητα, ο έντονος αρχ. 1. (ως… … Dictionary of Greek
ՅԱՐԱՁԳՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0342 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 8c, 10c գ. συντονία, εὑτονία, ἑπιτονία, παράτασις, διαμονή extensio, contentio, duratio, assiduitas, vehementia. Յերկարաձգութիւն. հանապազորդութիւն. շարունակութիւն. տեւողութիւն. *Յաւիտենական … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)